ὁδοιπορίῃ

ὁδοιπορίῃ
ὁδοιπορία
walking
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁδοιπορίη — ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοιπορία — η (Α ὁδοιπορία και ιων. τ. ὁδοιπορίη) [οδοιπόρος] 1. πορεία σε δρόμο, πεζοπορία 2. μεγάλη πορεία («ὁ oὖv Ἰησοῡς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ) αρχ. 1. το ταξίδι διά μέσου ξηράς σε αντιδιαστολή με το ταξίδι διά μέσου θαλάσσης 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”